- ενθεωρώ
- ἐνθεωρῶ, -έω (AM)1. θεωρώ, βλέπω, παρατηρώ μέσα σε κάτι2. παθ. είμαι θεατός, διακρίνομαι μέσα σε κάτι, βρίσκομαι, απαντώ («ἄλλοις ἀπαραλλάκτοις ἐνθεωρούμενον» — που απαντά, που συναντάται σε άλλα απαράλλακτα, Μάξ. Ομολ.).
Dictionary of Greek. 2013.